- διοσκόρειον
- διοσκόρειον και διοσκούρειον, το (Α) [διόσκουροι]1. ναός τών Διοσκούρων2. στον πληθ. Διοσκόρεια και Διοσκούρειαγιορτή τών Διοσκούρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διοσκόρειον — temple of the Dioscuri neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοσκορείου — Διοσκόρειον temple of the Dioscuri neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)